Connect with us

ΧΑΝΤΜΠΟΛ

«Πιστεύω στον Κρανάκη»

Published

on

Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας χάντμπολ, Κώστας Γκαντής μίλησε για τα πεπραγμένα της Εθνικής ανδρών σε βάθος δεκαπενταετίας και για τις σημερινές δυσκολίες…

Με αφορμή τον αποκλεισμό της Εθνικής ομάδας από τα προκριματικά του Euro 2018, o κ. Γκαντής μίλησε στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για την άνοδο και την πτώση του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος, από την εποχή που ο ίδιος ήταν μάνατζερ της Εθνικής έως τώρα και χρησιμοποίησε κολακευτικά λόγια για την ομάδα που έφερε το ελληνικό χάντμπολ στην έκτη θέση του κόσμου. «Αυτή η γενιά έδωσε πιο πολλά απ’ ό,τι μπορούσε και απ’ ό,τι πήρε» επισημαίνει χαρακτηριστικά και παραδέχεται ότι, μετά την αποχώρηση του Ουλφ Σέφερτ από την τεχνική ηγεσία, «… η ομάδα έχασε την εσωτερική της ισορροπία». Χαρακτηρίζει λανθασμένη την επιλογή part-time του Κροάτη Γκόραν Πέρκοβατς μετά την αποχώρηση του Σουηδού, λέγοντας μάλιστα με νόημα ότι «η επιλογή του έγινε σε συνεργασία με τους παίκτες», ενώ αντίθετα υπερασπίζεται το έργο των Νίκου Μάντζου-Παναγιώτη Ιατρούδη που τον διαδέχθηκαν. Αναφερόμενος στον νυν Ομοσπονδιακό τεχνικό Γιώργο Κρανάκη είπε: «Εγώ τον πιστεύω, αρκεί να το πιστεύει κι αυτός».

Ζήσατε από μέσα, ως μάνατζερ της ομάδας, την πορεία της εθνικής ως τις μεγάλες διακρίσεις του 2004 και του 2005. Πώς έφτασε η εθνική από την ανυποληψία στις παρυφές της παγκόσμιας ελίτ;
Η πορεία της εθνικής από το 2001 έως το 2005, οπότε ήρθε η κορύφωση με την έκτη θέση στο Παγκόσμιο της Τυνησίας, είναι δύσκολο να ερμηνευθεί με μία κουβέντα. Κάποια πράγματα είναι ανεξήγητα. Εκείνη η εθνική ομάδα βασίστηκε σε έναν κορμό αθλητών από το Παγκόσμιο Νέων του Κατάρ (σ.σ. 1999) και το Ευρωπαϊκό Νέων του 2000 που έγινε στην Αθήνα, με την προσθήκη κάποιων παλιότερων παικτών, όπως ο Γραμματικός, ο Χαλκίδης, ο Καφφάτος και ο Τρουπής. Εκείνη η ομάδα ήταν λοιπόν ένα κράμα τριών γενεών του χάντμπολ. Σκεφτείτε ότι ο Ουλφ Σέφερτ ξεκίνησε ως full-time στην Ελλάδα το 2001 και ο Αλέξης Αλβανός έπαιξε βασικός τον Ιανουάριο του 2004, στα προκριματικά για το Παγκόσμιο του ΄05, όπου προκριθήκαμε για τα πλέι-οφ σε ισοβαθμία με τη Λιθουανία. Σκεφτείτε επίσης ότι οι πρώτες επίσημες διοργανώσεις που έπαιξε η ομάδα με τον Σέφερτ ήταν… τραγωδία, χάναμε συνεχώς. Πήγαμε το 2001 στους Μεσογειακούς της Τυνησίας και κερδίσαμε μόνο έναν αγώνα κι αυτόν κατά τύχη. Παίξαμε δύο φιλικά με την εθνική Δανίας, στο ένα χάσαμε με 26 γκολ διαφορά και στο άλλο με 19. Χάναμε κι από χώρες όπως η Ιταλία, που τότε ήταν… πάτος, ακόμη κι από την Τουρκία.

Πώς λοιπόν μεταμορφώθηκε αυτή η ομάδα από το Δεκέμβριο του 2003 έως τον Αύγουστο του 2004 και πήρε την έκτη θέση στους Ολυμπιακούς;
Κατά τη γνώμη μου το αποτέλεσμα στους Ολυμπιακούς ήταν περίπου αναμενόμενο, δεν έγινε κάποια υπέρβαση. Νικήσαμε τη Βραζιλία και την Αίγυπτο, η οποία είχε εκτός ομάδας τέσσερις παίκτες λόγω ντόπινγκ, καθώς και την Κορέα για τις θέσεις 5-8, που ήταν λίγο αδιάφορη και ο καλός της παίκτης (σ.σ. ο Κιουνγκ Σιν Γιουν, που έπαιζε τότε στην Μπουντεσλίγκα και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του Ολυμπιακού τουρνουά) ήταν τραυματίας και δεν έπαιξε όλο το παιχνίδι. Πήραμε λοιπόν την έκτη θέση, έχοντας ήδη όμως στην… τσέπη μας τα εισιτήρια για το Παγκόσμιο της Τυνησίας, από τον Ιούνιο του 2004 και τα ματς με την Ελβετία, η οποία τότε ήταν σε μέτριο επίπεδο, όμως είχε αναλάβει τη διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2006. Στο πρώτο παιχνίδι δεν πήγαμε καλά και κερδίσαμε οριακά (σ.σ. 25-23), αλλά πήγαμε εκεί, είχαμε μία ανέλπιστα καλή διαιτησία για εκτός έδρας ματς, έπαιξαν όλοι εκπληκτικά και πήραμε την πρόκριση. Τότε η ομάδα έδειξε μία ωριμότητα και έναν χαρακτήρα στην άμυνα. Η “6-0” που ήξερε ο Σουηδός και τη δούλευε καλά ήταν μία σταθερά για να ξεκινήσει η ομάδα.

Ακολουθεί τον Ιανουάριο του 2005 το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Τυνησίας και ακόμη μία έκτη θέση, κάτω όμως από σαφώς πιο δύσκολες συνθήκες…
Αυτό που εκτόξευσε εκείνη την ομάδα ήταν το Παγκόσμιο του 2005. Σκεφτείτε ότι ο Σέφερτ απάντησε στα τέλη Σεπτεμβρίου για το αν θα έρθει στην Τυνησία κι ενώ είχε διώξει ήδη την οικογένειά του στη Σουηδία. Όμως εκείνη τη χρονιά, έντεκα αθλητές της ομάδας έφυγαν για επαγγελματικά πρωταθλήματα. Από τα πολλά φιλικά που έκαναν οι εθνικές ομάδες όλη την προολυμπιακή περίοδο κι από τα ευρωπαϊκά ματς των ομάδων τους, φάνηκε ότι κάποιοι εξ αυτών μπορούσαν να σταθούν, οι πιο πολλοί ως ρολίστες, και σε επαγγελματικά πρωταθλήματα. Αυτό τους έδωσε μία συσσωρευμένη εμπειρία.
Κάναμε έναν προγραμματισμό και ξεκινήσαμε προετοιμασία τον Δεκέμβριο από ένα τουρνουά στην Ελβετία κι ένα στο Παρίσι, όπου χάναμε με διαφορές. Αποφασίσαμε να πάμε μία εβδομάδα νωρίτερα στην Τυνησία για να προσαρμοστούμε και στο πρώτο παιχνίδι με τη Δανία, παίξαμε μεν καλά, αλλά χάσαμε. Η ιστορία άλλαξε στην ισοπαλία με την Τυνησία. Η Γαλλία δεν μας υπολόγισε και το πλήρωσε, “πατήσαμε” τη Ρωσία που είχε ανανεωθεί, είχε φύγει όλη η παλιά “φρουρά”, και ήρθε η έκτη θέση και θα μπορούσαμε να μπούμε και στα μετάλλια, αν δεν υπήρχε η ήττα από την Τσεχία. Εκεί χάσαμε εμείς, μάλλον επειδή φοβηθήκαμε να κερδίσουμε. Βρεθήκαμε ξαφνικά πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες και αυτή η κατάσταση ήταν ψυχολογικά… μη αποδεκτή γι’ αυτή την ομάδα.

Ποιο ήταν το μυστικό εκείνης της ομάδας;
Αυτή η ομάδα είχε μία αυτονομία στον τρόπο λειτουργίας της, με “πρώτο βιολί” τον προπονητή και όλους τους υπόλοιπους σε διακριτούς ρόλους. Αυτό “στεγανοποιήθηκε” από το 2003, γιατί μέχρι τότε και ο Σέφερτ έκανε πειράματα, έφερνε παίκτες, έκοβε άλλους. Κάποια στιγμή πήρε την απόφαση να παίξει με 12-13 αθλητές, ουσιαστικά αποφάσισε με ποιους θα παίξει στους Ολυμπιακούς. Ήταν τυχερός που δεν επήλθε κάποιος τραυματισμός και του βγήκε το αποτέλεσμα. Η τότε διοίκηση και ο (σ.σ. τότε πρόεδρος) Στέλιος Αγγελούδης του είχαν δώσει πλήρη αυτονομία να λειτουργεί την ομάδα. Δεν είχε να κάνει με το μπάτζετ, αλλά με την οργάνωση. Είχε βάλει στόχο κι έλεγε, αν δεν περάσω από τον προκριματικό όμιλο (σ.σ. για το Παγκόσμιο του 2005), εγώ δεν πάω στους Ολυμπιακούς. Δεν ξέρω αν θα το τηρούσε, αλλά το έλεγε.
Το μεγάλο προσόν του Σουηδού ήταν ότι μάθαινε στους παίκτες να λειτουργούν αυτόνομα, δεν τους είχε σε ένα “στεγνό” καθοδηγητικό πλάνο. Είχε επιλογές ο αθλητής, και στο παιχνίδι και στη συνολική λειτουργία της ομάδας. Αυτό είναι το σουηδικό μοντέλο που εκπροσωπούσε ο Σέφερτ. Όλη αυτή η συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία που πήραν οι 8-9 βασικοί παίκτες, από το 2001 μέχρι το ΄04-΄05, λειτούργησε θετικά για την ομάδα. Έτσι και τα επόμενα χρόνια, κάθε νέος αθλητής, αλλά και ο προπονητής που ερχόταν, είχε ένα σημείο αναφοράς.
Ταυτόχρονα, εκείνη την περίοδο είχαμε εύρωστους συλλόγους, με μεγάλα μπάτζετ, με δυνατούς προπονητές και πορείες στην Ευρώπη. Ο Πανελλήνιος έπαιζε Champions League και ήταν σχεδόν επαγγελματική ομάδα, όπως και ο Φίλιππος Βέροιας και ο Ιωνικός Ν.Φ., τα γήπεδα ήταν γεμάτα, υπήρχε ανταγωνισμός. Και βεβαίως το 90% των διεθνών παικτών αγωνίζονταν εδώ.

Ο Ουλφ Σέφερτ αποχώρησε τον Ιούνιο του 2005, κάτι που ήταν γνωστό καιρό πριν. Συμφωνείτε ότι η αντικατάστασή του με τον Γκόραν Πέρκοβατς, έναν part-time προπονητή από διαφορετική σχολή χάντμπολ, αποδείχθηκε λανθασμένη;
Ο Σέφερτ επέλεξε να μη συνεχίσει, με κύριο επιχείρημα ότι δεν πίστευε πως αυτή η ομάδα μπορεί να πάει παραπάνω. Και είχε δίκιο. Η μη ανανέωση του συμβολαίου του επέφερε έναν κλυδωνισμό στην ομάδα, που είχε μάθει να λειτουργεί μαζί του. Πήραμε έναν πολύ καλό Κροάτη προπονητή, “χρυσό” Ολυμπιονίκη ως παίκτη το 1996, μία αθλητική προσωπικότητα, που όμως μέσα στην ομάδα λειτούργησε με το χειρότερο τρόπο. Προσπάθησε να γίνει το “πρώτο βιολί”, σε μία ομάδα που είχε μάθει να λειτουργεί αλλιώς. Όποιον προπονητή και να παίρναμε, ακόμη και Σουηδό, θα ήθελε να αλλάξει πράγματα, να παίξει λίγο διαφορετικά. Αυτό δεν είναι κάτι σημαντικό. Το ότι πήραμε part-time προπονητή αποδείχθηκε ότι ήταν λάθος, όχι το πρόσωπο του προπονητή. Εμείς σκεφτήκαμε τότε ότι δεν χρειαζόμαστε full-time προπονητή, από τη στιγμή που όλοι οι παίκτες αγωνίζονται στο εξωτερικό, αλλά ήταν λάθος.
Είχαμε δύο άσχημα αποτελέσματα, ένα με το Σουηδό απέναντι στην Ουκρανία (σ.σ. στα πλέι-οφ για το Ευρωπαϊκό του 2006), που κατά τη γνώμη μου ήταν το πιο “εγκληματικό”, και μετά το εκτός έδρας παιχνίδι στην Πορτογαλία (σ.σ. στα προκριματικά για το Ευρωπαϊκό του 2008), που ήταν μία μεγάλη ήττα. Αλλάξαμε προπονητή, ο ίδιος ο Πέρκοβατς δεν θέλησε να συνεχίσει, και επελέγησαν ο Μάντζος με τον Ιατρούδη. Αυτοί δεν τα πήγαν άσχημα, έφεραν καλά αποτελέσματα και πάλεψαν σε ένα σχετικά υψηλό επίπεδο, απλά δεν πήραν πρόκριση σε τελική φάση.

Ήταν οι Έλληνες προπονητές επαρκώς καταρτισμένοι για τη δουλειά αυτή;
Όταν ένας προπονητής δεν έχει ξαναδουλέψει σε εθνική ομάδα, έτσι κι αλλιώς είναι πρωτάρης. Γιατί στις εθνικές ομάδες παίζεις λίγα παιχνίδια και απ’ αυτά κρίνεσαι. Είναι μία ειδική δουλειά που, αν δεν την έχεις κάνει, δεν την ξέρεις. Ο Μάντζος με τον Ιατρούδη είχαν περάσει από τις “μικρές” εθνικές ομάδες και είχαν μία εικόνα. Τους αθλητές τους είχαν παλιότερα στις ομάδες τους κι αυτό τους βοήθησε πολύ. Έκαναν μία καλή διαχείριση, αλλά είχαν δύο άτυχες κληρώσεις κι εκεί τελείωσε. Οποιος προπονητής και να αναλάμβανε τότε, δεν θα πήγαινε καλύτερα. Η ομάδα ήταν ανταγωνιστική, αλλά εκείνη την περίοδο δεν ανανέωθηκε όπως θα έπρεπε, υπό την έννοια ότι αθλητές όπως ο Ριγανάς ή ο Χαντζιάρας δεν ακολούθησαν.

Γιατί λέτε ότι υπήρχε εκείνη την περίοδο ανάγκη ανανέωσης μιας ομάδας, της οποίας οι βασικοί παίκτες ήταν 27-28 ετών;
Μετά το Παγκόσμιο αποσύρθηκε ο Γραμματικός, αλλά και ρολίστες όπως ο Τρουπής. Παίκτες όπως ο Σανίκης και ο Καρυπίδης σκέφτονταν να σταματήσουν από την εθνική. Όσοι από τους αθλητές εκείνης της ομάδας έπαιζαν στο εξωτερικό είχαν την ανάλογη επιβάρυνση, άρα μία ανταγωνιστική εθνική ομάδα τους επιβάρυνε περισσότερο. Βέβαια οι πιο πολλοί αγαπούσαν την ομάδα και έρχονταν, όμως δεν ήμασταν ποτέ όπως πριν. Είναι άλλο να παίρνεις αθλητή από το ελληνικό πρωτάθλημα στην εθνική κι άλλο να τον φέρνεις από το εξωτερικό. Τα παιδιά που μπήκαν τότε στην εθνική, όπως ο Ριγανάς, ο Χαντζιάρας, ο Ευαγγελίδης ή ο Βακάλης, χρειάζονταν μία περίοδο ενσωμάτωσης, όμως και οι παίκτες από το εξωτερικό χρειάζονταν “ανάσες”. Αυτή η φουρνιά έφτασε μέχρι και το 2010 και την πρόκριση στο Παλέρμο (σ.σ. στα προκριματικά του Παγκοσμίου 2011) και μετά άρχισε η πτώση. Εκεί υπήρξε ένα ηλικιακό κενό. Κάποιοι από τους παλιούς συνέχισαν να προσφέρουν, κάποιοι έπαιξαν για λίγο, αλλά θα ήμασταν σε καλύτερη κατάσταση αν υπήρχε μια γενιά έτοιμη να μπει μέσα και να παίξει. Παράλληλα άρχισαν να πέφτουν σιγά-σιγά και οι ελληνικοί σύλλογοι και με την κρίση άρχισε και η κάθοδος. Αυτό επηρέασε και την εθνική ομάδα. Μπήκαμε σε μία διαδικασία ανανέωσης η οποία κορυφώνεται τώρα και σταδιακά θα αρχίσει να μπαίνει στην ομάδα των ανδρών η τωρινή εθνική νέων, που έπαιξε τον Ιανουάριο στα προκριματικά στο Άργος και έχασε για λίγο την πρόκριση από τη Σερβία.

Αυτή η γενιά, πιστεύετε πως έδωσε ό,τι μπορούσε να δώσει στην εθνική ομάδα;
Νομίζω έδωσε και πιο πολλά απ’ ό,τι μπορούσε και πιο πολλά απ’ ό,τι πήρε. Πολλοί νομίζουν ότι αυτά τα παιδιά τα κέρδισαν όλα. Εγώ λέω ότι τα κέρδισαν όλα επειδή τα άξιζαν όλα και πρόσφεραν τα πάντα. Ακόμη και τώρα, δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι έφτασαν έκτοι στον κόσμο. Η ομάδα είχε φυσικό ηγέτη τον Γραμματικό, κάτι που δεν προέκυψε ποτέ τα επόμενα χρόνια, γιατί μετά ήταν πάνω-κάτω όλοι της ίδιας ηλικίας.

Άρα, μετά τη αποχώρηση του Γραμματικού, διαμορφώθηκε μία κατάσταση που οδήγησε ενδεχομένως και σε εσωτερικές τριβές;
Η ομάδα μετά τον Σέφερτ έχασε την εσωτερική της ισορροπία. Ήταν πλέον πολλές οι προσωπικότητες, έπαιζαν όλοι στο εξωτερικό, ήταν όλοι καλοί παίκτες και το σύνολο αυτό έχασε την ομαδικότητα και την ισορροπία του.

Αυτό ποιος θα μπορούσε να το αποτρέψει;
Θεωρητικά ο προπονητής, πρακτικά ίσως κι εμείς (σ.σ. η διοίκηση). Η ομάδα, από τη στιγμή που ουσιαστικά έφυγε από τη χώρα, έχασε αυτό που είχε όσο ήταν εντός Ελλάδας. Αυτό όμως δεν μπορείς να το αποτρέψεις, δεν μπορείς να λειτουργείς με τον ίδιο τρόπο όταν έχεις 11 αθλητές στο εξωτερικό. Αυτό δεν λειτούργησε σωστά υπέρ της ομάδας. Δεν είχαν όλοι τις ίδιες σκέψεις. Κάποιοι καλύφθηκαν με την έκτη θέση, με πρώτο τον Σέφερτ.

Μήπως θα ήταν μια πιο φυσική συνέχεια, αν μετά τον Σέφερτ αναλάμβανε ο Γιάννης Αρβανίτης που ήταν βοηθός του;
Η επιλογή του Πέρκοβατς έγινε κατά κάποιο τρόπο σε συνεργασία με τους παίκτες. Αυτό ήταν λάθος. Έπρεπε η επιλογή του προπονητή να γίνει με άλλα κριτήρια. Ήταν προτιμότερο να γίνει η επιλογή με γνώμονα τους αθλητές που έπαιζαν στο ελληνικό πρωτάθλημα κι όχι αυτούς που έπαιζαν έξω, διότι αυτοί θα έρχονταν στην ομάδα έτσι κι αλλιώς. Το λάθος διορθώθηκε με την επόμενη επιλογή, του Μάντζου και του Ιατρούδη, οι οποίοι δούλεψαν κατευθείαν από κάτω. Χάθηκε όμως πολύτιμος χρόνος.

Αναλάβατε πρόσφατα την προεδρία της ΟΧΕ. Ποιες είναι οι σκέψεις σας για το μέλλον της εθνικής ομάδας;
Εμείς έχουμε βάλει ένα πλάνο για το 2020, το οποίο ανακοινώθηκε το χειμώνα από τον προπονητή (σ.σ. Γ. Κρανάκη) και τον πρόεδρο της επιτροπής εθνικών ομάδων, τον κ. Αλεξιάδη. Αυτό το πλάνο θα το τηρήσουμε κατά γράμμα. Για μένα οι τελευταίοι αγώνες με το Βέλγιο δεν είναι ορόσημο. Ορόσημο για μένα είναι μία σοβαρή και σε βάθος ανανέωση, με στόχο το 2020. Ίσως αλλάξουμε τον τρόπο για να φτάσουμε σε αυτό τον στόχο.

Μήπως όμως “εθιστούμε” στο μεταξύ στο να είμαστε πολύ χαμηλά;
Μήπως δεν ήμασταν και το 2001 “εθισμένοι” να είμαστε πολύ χαμηλά; Το χάντμπολ είναι ομαδικό άθλημα, είναι αδύνατον να μην κάνει τον κύκλο του σε μία μικρη χώρα όπως η Ελλάδα. Είναι αδύνατον να έχουμε το βάθος άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Βέβαια, είναι αδύνατον και μη αποδεκτό να χάνουμε από χώρες όπως το Βέλγιο, όμως πιστεύω πως πρέπει ψύχραιμα να ακολουθήσουμε το πρόγραμμά μας. Στόχος μας είναι να γίνει σοβαρή δουλειά σους νέους και στους έφηβους κι εκεί δεν πάμε πολύ άσχημα.

Ήδη μετά τους Ολυμπιακούς του 2004, έγινε πολύς λόγος για την ανάπτυξη του χάντμπολ. Προτάθηκαν και υιοθετήθηκαν διάφορα σχέδια, θεωρείτε όμως ότι έχουν εφαρμοστεί;
Εγώ γενικά στη ζωή μου έχω βαρεθεί να βλέπω σχέδια και πλάνα. Θεωρώ όμως ότι, όταν βάζεις ένα στόχο, ως μέρος μίας γενικότερης στρατηγικής και ενός οράματος που έχεις για το άθλημα, πρέπει να βρεις και τον τρόπο υλοποίησης. Αναπτυξιακά πλάνα και ιδέες έχω δει πάρα πολλά, η εφαρμογή τους όμως είναι πολύ δύσκολη. Καταρχήν έχουμε γηπεδικό πρόβλημα και χωρίς γήπεδο δεν μπορείς να παίξεις χάντμπολ. Δεύτερον, έχουμε πλέον και οικονομικό πρόβλημα. Την περίοδο μετά το 2004, θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν πολύ σοβαρό αναπτυξιακό προγραμματισμό. Θυμάμαι ότι έγινε, αλλά από το αποτέλεσμα φαίνεται ότι δεν είχε και τόσο μεγάλη επιτυχία, διότι δεν προέκυψαν αθλητές επιπέδου. Μπορεί να μη φταίει το πλάνο, να φταίνε οι συνθήκες.

Είναι περισσότερο ζήτημα ομοσπονδίας ή σωματείων;
Και τα δύο. Την εθνική ομάδα του 04-05 δεν τη φτιάξαμε μόνοι μας, την πήραμε από τα σωματεία, που ήταν τότε στην κορύφωσή τους. Υπήρχαν πολύ σοβαρές και πολύ δυνατές ομάδες. Πήγαινες σε τελικό εφηβικού και οι μισοί παίκτες έπαιζαν ήδη στην ανδρική ομάδα. Ποιοτικοί παίκτες, όπως π.χ. ο Ιγρόπουλος που τελικά επέλεξε την εθνική Ρωσίας.

Αυτή είναι μία περίπτωση παίκτη που χάθηκε…
Καθόλου δεν χάθηκε, ήταν επιλογή του. Θυμάμαι ότι ήρθε στην εθνική νέων, έμεινε δύο ημέρες και μετά είπε στον προπονητή “εγώ θέλω να παίξω στην εθνική Ρωσίας”. Δεν μπορείς να κρατήσεις έναν παίκτη που δεν θέλει. Ετσι κι αλλιώς, δεν θα μας έσωζε ένας παίκτης, το άθλημα είναι ομαδικό.

Ήταν μέρος του αναπτυξιακού πλάνου και το Παγκόσμιο Νέων του 2011, στη Θεσσαλονίκη;
Η διοίκηση έδωσε στο άθλημα και στην ομάδα μία ευκαιρία, αλλά από εκείνη την ομάδα ελάχιστοι πλέον παίζουν χάντμπολ!

Κρίνοντας εκ των υστέρων, ήταν σωστή επιλογή η ανάληψη του Παγκοσμίου Νέων;
Πάντα είναι καλό να παίρνεις μία διοργάνωση στη χώρα σου, γιατί απ’ αυτό βάζεις στόχο να κερδίσεις μία ηλικία. Εκ των υστέρων, αυτή την ηλικία δεν την κερδίσαμε. Η γενιά αυτή χάθηκε.

Άρα μιλάμε ουσιαστικά για δύο χαμένες γενιές;
Ακριβώς κι αυτό είναι το πρόβλημα, όχι ότι χάσαμε από το Βέλγιο. Αν θέλεις να “χτίσεις” μία ομάδα, το πρώτο που χρειάζεσαι είναι το υλικό. Έχει υλικό ο προπονητής για να “χτίσει”; Συζητάμε και βάζουμε στόχους. Δεν έχει κατάλληλο υλικό ο προπονητής; Παίζει επειδή πρέπει να παίζει… Το δραματικό φινάλε του αγώνα με το Βέλγιο μάλλον καμουφλάρει αυτή τη συλλογιστική. Αυτό είναι επιφανειακό, η ουσία είναι αλλού. Όποιος κρίνει τώρα την εθνική ομάδα με βάση τα αποτελέσματα, βλέπει κατά τη γνώμη μου μόνο το δάχτυλό του. Έχουμε χάσει προκρίσεις πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες με πιο τραγικό τρόπο και με ομάδες εντελώς ανυπόληπτες. Δεν ήταν καλύτερη η Ιταλία από την οποία χάσαμε στο Λέτσε, από το Βέλγιο που παίξαμε τώρα, ούτε η Βοσνία που μας είχε νικήσει σε δύο προκριματικούς. Όταν εμείς ανεβήκαμε επίπεδο, αυτές τις ομάδες δεν τις βρίσκαμε καν μπροστά μας. Η ομάδα που έπαιξε απέναντι στο Βελγιο είναι βέβαιο ότι μπορεί να παίξει καλύτερα. Τώρα είναι θέμα δικό μας να δώσουμε τις προϋποθέσεις κι αυτή είναι η πρώτη μας προτεραιότητα.

Ποιος πρέπει να είναι υπεύθυνος για την εθνική;
Ο προπονητής. Τον πιστεύεις και συνεχίζεις ή δεν τον πιστεύεις και τον αλλάζεις. Εγώ τον πιστεύω, αρκεί να το πιστεύει κι αυτός. Το να “χτίσεις” όμως μία ομάδα είναι θέμα φιλοσοφίας. Χάντμπολ σε αυτό το επίπεδο ξέρουν όλοι. Λίγοι προπονητές στην Ελλάδα έχουν “χτίσει” μία ομάδα από την αρχή και (σ.σ. ο Κρανάκης) είναι ένας από αυτούς.

Οι αθλητές παίρνουν σωστές βάσεις στα σωματεία τους;
Όχι απαραίτητα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Ο Μπαλωμένος είχε απίστευτες τεχνικές ατέλειες, όμως δούλεψε και βελτιώθηκε. Ο… Χαριστέας έβαλε γκολ στον τελικό του Ευρωπαϊκού και μετά δεν ξανάβαλε! Άρα το ζητούμενο είναι να το πιστέψεις, να το στηρίξεις και να μην σε επηρεάσει τίποτα. Αυτό θα φέρει αποτέλεσμα, κανείς δεν ξέρει πόσο μεγάλο.

Δεν χρειάζονται όμως και τα αποτελέσματα που θα “χτίσουν” την ψυχολογία;
Μα αυτή είναι η στενοχώρια μας από το παιχνίδι με το Βέλγιο. Στους ενδιάμεσους στόχους μας η ομάδα έπρεπε να έχει ψυχολογία για να την πιστέψει κι ο κόσμος που γέμισε το γήπεδο, κάτι που έχει να γίνει πολλά χρόνια. Δεν ήταν στόχος το αποτέλεσμα, στόχος είναι να ανανεωθεί σωστά η ομάδα, να δημιουργηθεί μία “μαγιά” αθλητών που να παίξει χρόνια. Τα ενδιάμεσα αποτελέσματα απλά σου δίνουν ψυχολογία, θεωρώ όμως ότι θα έρθουν κι αυτά, αρκεί να έχουν όλοι την ίδια φιλοσοφία και τον ίδιο στόχο. Αν μας έλεγες τον Ιανουάριο του 2004, ότι τον Αύγουστο θα βγούμε έκτοι στους Ολυμπιακούς, προφανώς δεν θα σου δίναμε σημασία. Ήταν στόχος, αλλά όχι ορατός. Δεν φαινόταν ότι μπορεί να γίνει, είχαμε μόνο… αποχρώσες ενδείξεις.

Κλείνοντας τη συνέντευξη, ο Κώστας Γκαντής υπογράμμισε: «Όταν μία ομάδα πετυχαίνει έναν υψηλό στόχο, όλοι επιβραβεύονται. Το “κλειδί” όμως είναι η διαδικασία για να φτάσεις στο στόχο. Εκεί πρέπει να συντρέχουν κι άλλες προϋποθέσεις. Η βασικότερη ήταν ότι υπήρχε πανίσχυρο ελληνικό πρωτάθλημα εκείνη την εποχή, με 5-6 πολύ καλές ομάδες, κι εκεί οι αθλητές έπαιρναν δυνατά παιχνίδια. Και βέβαια χρειάστηκε και τύχη. Σήμερα υπάρχουν αθλητές που για κάποιους λόγους δεν έρχονται στην εθνική ομάδα, κάτι που τότε ήταν αδιανόητο. Ο Πέρκοβατς κάποτε έδιωξε παίκτη από την εθνική κι αυτός δεν έφυγε. Τα παιδιά αγαπούσαν την εθνική, κι αυτά που παίζουν τώρα την αγαπάνε, αλλά το κλίμα δεν είναι όπως τότε. Για να φτιαχτεί το κλίμα στην ομάδα πρέπει να την πιστέψουν όλοι κι αυτό μας πικραίνει από την ήττα, ότι χάνεται η πίστη. Κάθε εθνική ομάδα και κάθε αγώνας πρέπει να αξιολογείται διαφορετικά. Αυτό που υπήρχε τότε, ήταν μια “μαγιά” αθλητών στην οποία βασιζόσουν για να ξεκινήσεις. Αυτό τώρα πρέπει να κατακτηθεί. Εγώ σκέφτομαι να κάνω αυτό που πάνω-κάτω έκανε τότε ο Αγγελούδης: να δώσω την ευκαιρία σε ένα σταθερό σύστημα γύρω από την ομάδα να δουλέψει. Αυτή η ομάδα θέλει τώρα μία μεγάλη βοήθεια και να μπει ως πρώτη προτεραιότητα. Δεν γίνεται να μην έχουμε εθνική ομάδα με αγωνιστικό επίπεδο τουλάχιστον στη μέση της Ευρώπης. Είναι δουλειά του προπονητή να το σχεδιάσει και δουλειά δική μου να το στηρίξω. Ξέρει τι πρέπει να κάνει, είναι όμως η πιο δύσκολη δουλειά του κόσμου».

Οι απόψεις - editorial που δημοσιεύονται στο Sportsfeed απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του Sportsfeed το οποίο τηρεί πιστά τις αρχές της ελευθεροτυπίας: Η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης. Copyright © 2022 Sportsfeed.gr

*/