«Ο χρόνος τους βάζει όλους στη θέση τους» λέει μία παλιά ισπανική παροιμία. Όταν γυρίζω αυτόν πίσω βλέπω και νιώθω νερά. Πολλά νερά και τον εαυτό μου πάντα μέσα σε αυτά.
του Δημήτρη Μακρίδη
συγγραφέας-κολυμβητής
Συγκεκριμένα μία ανοιξιάτικη σχολική εκδρομή που έβγαλα τα ρούχα μου και μπήκα στη θάλασσα με τους συμμαθητές να φωνάζουν και τη δασκάλα να τραβάει τα μαλλιά της. Όλες τις εποχές του χρόνου υπήρχε αυτή η υγρή επαφή. Το καλοκαίρι μέναμε πάντα δίπλα στη θάλασσα και το χειμώνα σχεδόν καθημερινά στο κολυμβητήριο. Ο μικρόκοσμος μου κάθε μεσημέρι πέρα από την Τρίτη. Μετά το σχολείο είχε γρήγορο φαγητό και διάβασμα για τα μαθήματα, με την τσάντα έτοιμη να περιμένει για την καθημερινή προπόνηση.
Μαζί μου και τόσοι άλλοι σε όλη την Ελλάδα. Αν ακούσω γεωγραφικές περιοχές, ονόματα συλλόγων μου έρχονται αμέσως στο μυαλό. ΑΟΠ Φαλήρου, ΧΑΝ Θεσαλλονίκης, Ποσειδώνας Ιλισίων, Ρουφ ’80 και ο Νηρέας Χαλανδρίου με την δυνατή συγχρονισμένη του κολύμβηση. Ανήκα λοιπόν και εγώ στην Πισίνα και τον κόσμο της όπως λεγόταν το ομώνυμο περιοδικό που κυκλοφορούσε τότε. Τον κόσμο που ανεβοκατέβαινε διαδρομές χειμώνα-καλοκαίρι και ετοιμαζόταν για τα Πανιώνια, την μεγαλύτερη διοργάνωση των προαγωνιστικών κατηγοριών. Μέσα στην πισίνα λοιπόν αλλά με τη διακριτική παρατήρηση του μετέπειτα γραφιά έβλεπα και τους απ’ έξω από αυτήν. Το μάτι μου διέκρινε τους υπερήφανους γονείς που νόμιζαν πως κολύμπαγαν αυτοί αντί για τα παιδιά τους. Αγχωμένους για το άθλημα των παιδιών τους πιο πολύ και από τα ίδια. Γεμάτοι με περίεργα συναισθήματα που μετέδιδαν και στα παιδιά, ξεχνώντας πως πρώτα είναι η χαρά του αγώνα και μετά ίσως έρθουν όλα τα υπόλοιπα.
Η όλη εικόνα ανήκε στη σφαίρα του σουρεαλισμού, όρος που θα μάθαινα αργότερα. Άνθρωποι που είχαν πάει σε γήπεδο ίσως μόνο σε προεκλογικές συγκεντρώσεις να ονειρεύονται πως τα παιδιά τους θα γίνουν Ολυμπιονίκες από τη μια στιγμή στην άλλη. Αγύμναστοι γονείς, ταπεινωμένοι στην απογοητευτική καθημερινότητα να νομίζουν πως τα παιδιά τους θα πάρουν τη δικιά τους ρεβάνς. Να νεκραναστήσουν το ναυαγισμένο τους όνειρο. Θυμάμαι από όλους αυτούς να ακούω μόνο χρόνους. Αριθμούς, αναλύσεις και αν έπρεπε το παιδί να παίξει στη γυμναστική στο σχολείο πριν από τον αγώνα.
Ήταν η εποχή των ανέμελων ‘ΟΟs όταν όλα πήγαιναν με αυτόματο πιλότο. Όλοι ασχολούνταν με μετοχές και θεωρούσαν το άθλημα των παιδιών τους και αυτό μία επένδυση για το μέλλον. Η Ολυμπιάδα της Αθήνας ερχόταν και στις σκέψεις όλων υπήρχε μία θέση και για αυτούς. Έτσι όπως οι μεγάλοι ήθελαν όλο και πιο πολλά, οι μικροί με τη σειρά τους μάζευαν κύπελλα και μετάλλια φτιάχνοντας το δικό τους χρηματιστήριο αξιών.
Ένιωθα πνιγμένος σε αυτό το περιβάλλον. Καταλάβαινα το παράλογο του πράγματος χωρίς να μπορέσω ή να τολμήσω να το εκφράσω. Τα παιδιά επηρεάζονται από την κοινή γνώμη λένε οι επιστήμονες και εγώ ήμουν ένα από αυτά. Αντίθετα, ονειρευόμουνα να είχα προπονητή τον Κοντάκο που έλεγε στους κολυμβητές του να τραγουδάνε το «έχετε γεια βρυσούλες» και να πέφτουνε στη πισίνα χορεύοντας καλαματιανό στο τέλος κάθε προπόνησης.
Απομηχανής θεός σε όλα αυτό το παραλογισμό στάθηκε ο πατέρας, παλιός αθλητής του πασίγνωστου πλέον ελέω Αντετοκούνμπο, Τρίτωνα Σεπολίων. Έχοντας βιώσει ο ίδιος τον αθλητικό ανταγωνισμό ένα ωραίο απόβραδο ενώ άκουγε συζητήσεις για δεύτερα του δευτερολέπτου και άλλες τρίχες σφύριξε άξαφνα τη λήξη. «Να μην ξανακούσω για χρόνους μέσα στο σπίτι» είπε νευριασμένος και τα νούμερα έσβησαν μονομιάς.
Ο χρόνος από τότε συνέχισε να μετράει χωρίς να μπορείς να πατήσεις στο το stop στο χρονόμετρο και να ξεκινήσεις από την αρχή την κούρσα. Αυτό μπήκε στο ντουλάπι μαζί με το σκονισμένο καπέλο των Σικάγο Μπουλς και τα ασπρόμαυρα game boy των αθλητικών αποστολών μας. Ξεχασμένα μαζί με τα μεγαλεπήβολα σχέδια για το νέο Ποπόφ και το όνειρο της ισχυρής Ελλάδας. Όλα σε μία μαύρη τρύπα του πανδαμάτωρα χρόνου, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Μόνο ένα « ναι, κολύμπαγα μικρός» έμελε να θυμίζει αυτή την ενασχόληση.
Μα το παρελθόν είναι το μέλλον που επιστρέφει από την πίσω πόρτα όπως λέει ο Βίκτωρας Ουγκώ. Για τα καλά ενήλικας, στην κατηγορία ΟPEN όπως κολυμβητικά λέμε, αξιοποίησα το παλιό ερέθισμα. Ξεκίνησα να κολυμπώ για μένα και κανέναν άλλο. Ένιωσα την απερίγραπτη πρωινή επαφή του οργανισμού με το υγρό στοιχείο όταν νιώθεις τόσο φρέσκος σαν να έχεις πιει ένα καζάνι καφέ. Συμμετείχα μάλιστα σε μία διοργάνωση από τις πολλές που διοργανώνονται τελευταία. Κολύμπι και μετά τρέξιμο κατά μήκος μιας παραλίας. Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια σε αγώνα, ένιωσα να μικραίνω επικίνδυνα εκείνη την αυγουστιάτικη μέρα. Μαυρισμένος σαν παλαίμαχος αθλητής του ΑΝΟ Γλυφάδας όρμησα στη θάλασσα να κολυμπήσω. Και τότε, εκεί στις πρώτες χεριές ήταν που βγήκε κάτι χρόνια κρυμμένο μέσα σε παλιά σπηλιά. Ένα ξεχασμένο συναίσθημα απόλαυσης ήρθε να μου υπενθυμίσει τι κέρδισα όλα αυτά τα χρόνια. Κάθε χεριά και μία εικόνα, κάθε αναπνοή και μία ανάταση. Έκανα την διαδρομή γιορτή όπως θα έπρεπε να είχα κάνει από πάντα στο άθλημα. Απόλαυσα σε λίγα λεπτά όσο έπρεπε να είχα κάνει σε δεκάδες ώρες προπόνησης και αγώνων. Στο τρέξιμο χαιρέταγα τον κόσμο που κοιτούσε απορημένος. Είχα κάνει ότι ήθελα από παλιά αλλά τότε δεν μπορούσα. Τη συμμετοχή γιορτή. Ο χρόνος είχε βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Πλέον αναζητώ παράσημα και παλιά αντικείμενα στο Μοναστηράκι όχι από κάποιο παιδικό απωθημένο αλλά από ιστορικό ενδιαφέρον. Βλέπω δίπλα σε αυτά σκουριασμένα μετάλλια από αθλητικές διοργανώσεις και με πιάνουν τα γέλια. Θα τα πάρω σκέφτομαι, μαζί με πορσελάνινα κύπελλα να τα χαρίσω σε μικρά παιδιά. Για να μην γκρινιάζουν οι γονείς τους τώρα που η στασιμότητα φαντάζει εφιαλτικός μονόδρομος για όλους. Μαζί με τη φράση του Μπόρχες που είχε πει για το γράψιμο αλλά κάπως παραλλαγμένη. Κολυμπάμε για το κέφι μας, για τους φίλους για να περνάει γλυκά ο χρόνος!
Ο Δημήτρης Μακρίδης είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και αρθρογραφεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα με το ψευδώνυμο «θείος Άκης». Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στη «Νέα Εστία» και έχει τιμηθεί με το Α’ βραβείο διηγήματος του λογοτεχνικού διαγωνισμού της Ιστορικής βιβλιοθήκης Χίου. Κολυμπάει από μικρός και συνεχίζει…