Η είδηση ότι η εισαγγελική αρχή της Νότιας Αφρικής προτίθεται να ασκήσει έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης και της ποινής που επιβλήθηκε την περασμένη εβδομάδα στον γνωστό Παραολυμπιονίκη Όσκαρ Πιστόριους, ήταν μία εξέλιξη λίγο-πολύ αναμενόμενη, αλλά σε κάθε περίπτωση προς τη σωστή κατεύθυνση, περνώντας το μήνυμα ότι όλοι (πρέπει να) είμαστε ίσοι απέναντι στον νόμο.
του Νίκου Κούδα
[email protected]
follow me @nkoudas
Η δικαιοσύνη είναι θεωρητικά τυφλή, αλλά μερικές φορές τείνει να… αλληθωρίζει προς την πλευρά των πλούσιων, διάσημων και ισχυρών αυτού του κόσμου, με τα παραδείγματα ποινών-χάδια να είναι πολλά μέσα στον διάβα των αιώνων για να θεωρούνται τυχαία ή συμπτωματικά. Καλώς ή κακώς αυτοί που καλούνται να αποδώσουν δικαιοσύνη είναι άνθρωποι όπως όλοι μας, με σάρκα, οστά, αίμα, συναισθήματα και αντίληψη, που μπορεί εύκολα να επηρεαστεί από τις ειδικές συνθήκες και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κάθε υπόθεσης. Το ζητούμενο είναι βέβαια η κατά το δυνατόν αντικειμενικότερη και πιο ανεπηρέαστη προσέγγιση της αλήθειας.
Στην περίπτωση του Πιστόριους, γνωστού και ως «Μπλέιντ Ράνερ» (δρομέα με τις μεταλλικές λεπίδες), η απόφαση της δικαστού Τοκοζίλε Μαζίπα να τον βρει ένοχο όχι για φόνο εκ προμελέτης αλλά για ανθρωποκτονία εξ αμελείας -έστω και βαρύτατης- της συντρόφου του, Ρίβα Στέενκαμπ, και να τον καταδικάσει σε μόλις πέντε χρόνια κάθειρξης, εκ των οποίων τα τέσσερα σε κατ’ οίκον περιορισμό, δεν «κάθησε» εξ αρχής καλά όχι μόνο στον απλό κόσμο της Νότιας Αφρικής -με το ακατέργαστο, όμως έμφυτο, περί δικαίου αίσθημά του-, αλλά κυρίως στους εξειδικευμένους νομικούς κύκλους της αφρικανικής χώρας και όχι μόνο. Η αίσθηση ότι η πρόεδρος του κακουργιοδικείου της Πρετόριας κατέληξε στην ετυμηγορία της ίσως «ελαφρά τη καρδία», ήταν διάχυτη από τη στιγμή που η απόφαση βγήκε από τα χείλη της, προς μεγάλη ικανοποίηση (και ανακούφιση) του κατηγορούμενου και της υπεράσπισής του.
Το σκεπτικό της Μαζίπα είχε εμφανή κενά, καθώς η άποψή της ότι ο κατηγορούμενος δεν γινόταν να θεωρηθεί ένοχος για δολοφονία, αφού «δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα σκότωνε την Στέενκαμπ, η οποία βρισκόταν πίσω από την πόρτα του μπάνιου» προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις από δικηγόρους και πανεπιστημιακούς. Πώς είναι δυνατόν, διερωτώνται, κάποιος να ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να διαβλέψει ότι αν πυροβολήσει τέσσερις φορές εξ επαφής την ξύλινη πόρτα μίας πολύ μικρής τουαλέτας, με ένα περίστροφο 9 χιλιοστών γεμάτο ειδικού τύπου σφαίρες κοίλης αιχμής (ένα είδος βλήματος που έχει σχεδιασθεί για να γίνεται κομμάτια μόλις εισχωρήσει στον ιστό, με στόχο να προκαλέσει τη μέγιστη δυνατή βλάβη), δεν θα σκοτώσει τον οποιονδήποτε βρισκόταν μέσα στο διαστάσεων 1,5×1,5 δωμάτιο;
Μπορεί η μητέρα της αδικοχαμένης Στέενκαμπ να δήλωσε μετά την έκδοση της ετυμηγορίας ότι «αποδόθηκε δικαιοσύνη», ωστόσο στο βιβλίο της που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες με τίτλο «Ρίβα: Η ιστορία μίας μητέρας», ισχυρίζεται χωρίς περιστροφές ότι η κόρη της είχε αποφασίσει να χωρίσει με τον επί μόλις τρεις μήνες σύντροφό της το μοιραίο βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου, έχοντας ετοιμάσει ήδη τις βαλίτσες της. «Δεν υπάρχει αμφιβολία στο μυαλό μας: είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τον Όσκαρ εκείνη τη νύχτα» γράφει, ενώ δε διστάζει να χαρακτηρίσει τον αθλητή «θλιβερό», «κυκλοθυμικό», «κτητικό» και «πορωμένο με τα όπλα». Μάλιστα απορρίπτει τόσο την απολογία όσο και την εκδοχή του για τα γεγονότα της βραδιάς ως ψευδείς, παραδεχόμενη ωστόσο ότι «είναι ο μοναδικός που γνωρίζει την αλήθεια και τι πραγματικά έγινε».
Τα ερωτήματα που το εφετείο θα κληθεί να απαντήσει είναι πολλά, ωστόσο είναι παρήγορο και σίγουρα αρμόζον στη μνήμη της Στέενκαμπ ότι ένα ανώτερο και πιο έμπειρο δικαστήριο θα εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό. Ασχέτως του τι θα αποφανθεί, ασχέτως αν θα καταλήξει και πάλι στην ίδια -θετική για τον Πιστόριους- απόφαση. Αρκεί που θα μπει στη βάσανο της αποδεικτικής διαδικασίας. Γιατί πέραν του ορθότατου αξιώματος ότι η ύπαρξη αμφιβολιών λειτουργεί πάντοτε προς όφελος του κατηγορουμένου, ωστόσο υπάρχει ακόμη ένα αξίωμα, σημαντικότερο ίσως από το πρώτο: απέναντι στον νόμο, κανένας δεν (δικαιούται να) είναι πιο ίσος από τον άλλο…