Πριν κατακτήσει την μεγαλύτερη διάκριση για έναν αθλητή, ο Εμάνουελ Γουανιόνι είχε περάσει δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια, αλλά όσο μεγάλωνε και επένδυε στις ικανότητες του στον στίβο, παρά τις πεποιθήσεις διαφόρων, κατάφερε να ξεφύγει από αυτά και να γίνει ένα λαμπρό αστέρι.
της Ελισάβετ Γρηγοριάδου
[email protected]
Ο χρυσός Ολυμπιονίκης των 800μ, Εμάνουελ Γουανιόνι, αποδίδει ευθύνες στην παιδική του ηλικία για όσα κατάφερε να πετύχει στην καριέρα του μέχρι στιγμής στον στίβο, αλλά και για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Ο 20χρονος γνωρίζει από πρώτο χέρι πως είναι να προπονείσαι χωρίς να φοράς παπούτσια και τον πόνο που συνοδεύεται, αλλά ακόμα και πως είναι να ενηλικιώνεσαι πριν την ώρα σου.
Μεγάλωσε στην περιοχή του Τρανς Ενζόια, η οποία βρίσκεται βορειοδυτικά του Ναϊρόμπι, και είναι το πέμπτο από τα 11 παιδιά της οικογένειάς του. Οι γονείς του δυσκολεύονταν οικονομικά και για αυτόν τον λόγο στην ηλικία των 10 ετών εγκατέλειψε το σχολείο για να τους βοηθήσει. Φρόντιζε ζώα και συγκεκριμένα βόδια και στον ελεύθερο χρόνο του έτρεχε στο στάδιο ενός τοπικού σχολείου, μέχρι που ένας καθηγητής ανακάλυψε το ταλέντο του και τον βοήθησε να επιστρέψει στο σχολείο του.
Στοιχειωμένος από τη δύσκολη ανατροφή του και το τραύμα της φτώχειας, ο Κενυάτης προπονήθηκε σκληρότερα από ποτέ και γινόταν όλο και πιο γρήγορος. Τα πάντα άλλαξαν ξανά το 2018 όταν πέθανε ο πατέρας του. Η μητέρα του έφυγε με τα μικρότερα αδέρφια του, ενώ έστειλαν τον ίδιο να ζήσει με μια θεία του, η οποία δεν είχε επίσης πολλά να του προσφέρει. Ήξερε ότι έπρεπε να στηρίξει την οικογένειά του με κάποιο τρόπο και αυτός ο τρόπος ήταν ο στίβος.
Το σχολείο του βρισκόταν στην κομητεία Ενάντι, μία περιοχή που βρίσκεται σε υψόμετρο και είναι ότι καλύτερο για την φυσική κατάσταση των αθλητών. Εκεί γνώρισε την παγκόσμια πρωταθλήτρια του 2007, Τζάνεθ Τζέπκοσγεϊ, η οποία είχε μόλις αρχίσει να επικεντρώνεται στην προπόνηση νέων ταλέντων. Είχε την υποστήριξή της και εστίασε στον στόχο του, παρά τα εμπόδια που συναντούσε.
Οι περισσότεροι δρομείς της χώρας του προέρχονται από την φυλή Kalenjin, μια εθνική ομάδα που θεωρείται ότι έχει ιδανικά φυσικά και γενετικά χαρακτηριστικά για αθλητές της αντοχής. Όμως, ο Γουανιόνι ανήκει στην φυλή Luhya, η οποία διακρίνεται για τα μυϊκά χαρακτηριστικά της: «Υπήρχαν άνθρωποι που με κορόιδευαν όταν άρχισα να ασχολούμαι πιο σημαντικά με τον στίβο και άλλοι γελούσαν μπροστά στα μούτρα μου. Με θεωρούσαν και με αποκαλούσαν τρελό για την ενασχόλησή μου με τα δρομικά αγωνίσματα ενώ προπονούμουν, τονίζοντας ότι κανείς από την φυλή μου δεν είναι δρομέας. Τους απαντούσα διαρκώς ότι ο καθένας μπορεί να είναι καλός σε κάτι, αν το βάλει στο μυαλό του. Όλα είναι δυνατά να συμβούν».
Το 2021 ήρθε η πρώτη του διάκριση και ήταν στην ηλικιακή κατηγορία Κ20. Αγωνίστηκε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του Ναϊρόμπι και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στον τελικό των 800μ. Η επίδοσή του ήταν εντυπωσιακή. Σημείωσε 1:43.76, ενώ ο συμπατριώτης του, Εμάνουελ Κορίρ, είχε καταγράψει 1:45.06 για να κερδίσει το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στο Τόκιο. Την επόμενη χρονιά έκανε το ντεμπούτο του σε διοργάνωση ανδρών – γυναικών. Στα 18 του έχασε το βάθρο του παγκοσμίου πρωταθλήματος του Γιουτζίν για μονάχα μία θέση, αλλά χρειάστηκε να κάνει υπομονή μονάχα ένα χρόνο ακόμα για να κατακτήσει το πρώτο του μετάλλιο ως άνδρας.
Στο παγκόσμιο της Βουδαπέστης, τερμάτισε στην δεύτερη θέση με 1:44.53, πίσω από τον Μάρκο Άροπ (Καναδάς) με το 1:44.24, ενώ ήταν ο νικητής του διαμαντιού στο ντάιαμοντ λιγκ του 2023. Και το 2024 ήταν η χρονιά του. Κέρδισε τον Άροπ στον τελικό του Παρισιού, πρόσθεσε ακόμα ένα διαμάντι στο βιογραφικό του και με το 1:41.11 έγινε ο δεύτερος ταχύτερος 800άρης όλων των εποχών. Πλέον, δεν αναρωτιέται κανείς αν μπορεί να τρέξει, αλλά αν θα γίνει ο αθλητής που θα πάρει το παγκόσμιο ρεκόρ από τον θρυλικό Ντάβιντ Ρουντίσα, το οποίο κρατά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου με 1:40.91.