Connect with us

TOP

Η απίστευτη ιστορία του «λαγού» που κέρδιζε

Published

on

Ο Κενυάτης Σάιμον Μπίγουοτ ήταν ο δρομέας που έχασε το μαγαζί του για να ξεκινήσει τις προπονήσεις, ο «λαγός» που κέρδισε τον μαραθώνιο του Βερολίνου και ο αθλητής που έχασε στο νήμα το χρυσό μετάλλιο στο παγκόσμιο πρωτάθλημα το 2001. Πάνω απ’όλα όμως ήταν ο άνθρωπος που δεν το έβαλε ποτέ κάτω όσες φορές και αν έπεσε.

του Στέφανου Σουλιώτη
[email protected]

Αύγουστος του 2001. Μαραθώνιος στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του Έντμοντον. Περισσότεροι από 60.000 θεατές έχουν γεμίσει ασφυκτικά το στάδιο και περιμένουν τους δύο δρομείς να πατήσουν στο ταρτάν. Αιθίοπας και Κενυάτης οι πρωτοπόροι. Ο,τι καλύτερο μπορούσε να φανταστεί κάποιος. Πραγματικό ντέρμπι! Οι δύο αθλητές τρέχουν δίπλα δίπλα στα τελευταία χιλιόμετρα και μπαίνουν μαζί στο στάδιο. Ο κόσμος τους αποθεώνει, ενώ λίγα μέτρα πριν τον τερματισμό ο Αιθίοπας βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από από τον Κενυάτη. Εκείνος προσπαθεί να τον φτάσει, ανοίγει τον διασκελισμό του, σφίγγει τα δόντια, βγάζει ο,τι απόθεμα ενέργειας του είχε μείνει αλλά τελικά τερματίζει δεύτερος. Οριακά δεύτερος μιας και ο Αιθίοπας Αμπέρα Γκεζαχένγκε κερδίζει το χρυσό μετάλλιο από τον Κενυάτη Σάιμον Μπίγουοτ με την μικρότερη χρονική διαφορά στην ιστορία των μαραθωνίων. «Ήμουν τόσο κοντά», λέει σήμερα ο Μπίγουοτ ενώνοντας τον δείκτη με τον αντίχειρά του. Ακόμα και έτσι όμως η είδηση είναι σπουδαία για τη χώρα του. Ο Μπίγουοτ κατακτά το πρώτο μετάλλιο για τη χώρα του σε μαραθώνιο παγκόσμιου πρωταθλήματος μετά το 1988. Όλες οι εφημερίδες της πατρίδας του γράφουν για εκείνον… Ο 46χρονος πλέον Κενυάτης είναι ιδιοκτήτης σχολείου έξω από Ελντορέτ.
Η πόλη δείχνει να μην έχει αρχή και τέλος αλλά να χάνεται ανάμεσα στα ξύλινα κιόσκια, τα φτωχικά μαγαζιά που μοιάζουν με παραπήγματα και τα μισοκτισμένα κτίρια.
Οι δρόμοι έχουν κίνηση αλλά όχι αυτή που έχουμε συνηθίσει. Αντιθέτως κάρα που τα σέρνουν γαϊδούρια, μηχανάκια με φορτωμένα κλουβιά με κοτόπουλα, αυτοκίνητα, φορτηγάκια και περαστικοί συνθέτουν ένα πολύβουο σκηνικό.
Η ιστορία του Μπίγουοτ είναι πραγματικά αξιοσημείωτη αλλά και τυπικό παράδειγμα της δύσκολης πορείας που πρέπει να ακολουθήσουν οι περισσότεροι Κενυάτες για να νικήσουν σε αγώνες παγκόσμιου επιπέδου. Ο Μπίγουοτ μεγάλωσε εκτρέφοντας κατσίκες σε ένα μικρό χωριό περίπου στα 25χλμ. μακριά από το Ελντορέτ. Όπως όλοι στην Κένυα, πήγαινε σχολείο τρέχοντας και γυρνούσε τρέχοντας για να μην τα ακούσει από τους γονείς τους αν αργούσε. «Δεν ξέραμε πολλά από στίβο. Το μόνο που ξέραμε ήταν τον Κιπ Κέινο (χρυσός Ολυμπιονίκης το 1968 και το 1972). Στο χωριό μας συνήθιζαν να κάνουν κλειτοριδεκτομή στις γυναίκες και κατά την τελετή τραγουδούσαν το όνομά του, οπότε έτσι τον μάθαμε. Δε γνωρίζαμε πραγματικά ποιος είναι αλλά πιστέψαμε πως ο στίβος είναι σοβαρή υπόθεση».

Το τρέξιμο στα σχολικά χρόνια και οι πρώτοι τραυματισμοί
Ο Μπίγουοτ έδειχνε κάποια καλά στοιχεία στο τρέξιμο και αγωνιζόταν πολλές φορές εκπροσωπώντας το σχολείο του αλλά δεν ήταν ποτέ τόσο καλός ώστε να μπει στην ομάδα της περιοχής του. Το 1986, σε ηλικία 16 ετών, ένα αλέτρι έφυγε από τρακτέρ και του τραυμάτισε άσχημα το πόδι. Δε μπορούσε να τρέξει για τους επόμενους τρεις μήνες. Το 1989 τελείωσε το γυμνάσιο και άρχισε ξανά το τρέξιμο. Το πόδι του είχε γίνει πια καλά και συμμετείχε στα τράιαλς των 5000μ. για τους κοινοπολειτιακούς αγώνες. «Τερμάτισα δεύτερος αλλά υπήρξε μπέρδεμα με τους αθλητές που είχαν …φάει γύρο και νόμιζαν πως έπρεπε να κάνω άλλον έναν, οπότε δεν κατάφερα να μπω στην ομάδα», λέει ο Μπίγουοτ. «Το 1990 ξεκίνησα πάλι την προπόνηση. Ήμουν ο αρχηγός της ομάδας ανώμαλου δρόμου στο σχολείο μου. Ήμουν σε πάρα πολύ καλή κατάσταση». Αλλά τότε έπαθε μόλυνση στο πόδι του. Εκείνος όμως αντί να επισκεφθεί γιατρό απευθύνθηκε σε έναν φαρμακοπιό ο οποίος το μόνο που του έκανε ήταν να τρίψει στάχτη πάνω στο πόδι του. «Νομίζω πως αυτό είχε αποτέλεσμα! Αργότερα κάποιος μου είπε πως αν πήγαινα στο νοσοκομείο, θα μου το ακρωτηρίαζαν». Το πόδι χρειάστηκε πέντε μήνες για να θεραπευτεί αλλά μετά έδειχνε πιο λεπτό από το άλλο. Πιστεύοντας πως δε μπορεί να ξανατρέξει πια, ο Μπίγουοτ παράτησε το στίβο. Για τον νεαρό Κενυάτη η ζωή ήταν δύσκολη. Έπρεπε να πουλάει τα λαχανικά που φύτευε ο ίδιος για να βγάζει τα δίδακτρα του σχολείου. Πέρασαν τέσσερα χρόνια ώσπου να ολοκληρώσει το σχολείο. Ήταν 24 ετών. «Αρκετά μεγάλος! Νομίζω πως ξεκίνησα αργά», δηλώνει χαμογελώντας. «Τότε πήγα πίσω στο χωριό μου και αποφάσισα να ανοίξω ένα μικρό μαγαζί με λαχανικά. Ήθελα να έχω τη δική μου επιχείρηση. Δεν υπήρχε πια κανένα ενδιαφέρον για το τρέξιμο».
Ώσπου ήρθε μια ημέρα που κάποιος κάρφωσε ένα σημείωμα στο μαγαζί του που διαφήμιζε έναν αγώνα ως προεπιλογή για τις ομάδες του τοπικού πρωταθλήματος. Όταν το είδε, βρήκε ξανά το κίνητρο να προπονηθεί αλλά ο αγώνας ήταν μόλις μία εβδομάδα μετά. Ακόμα και έτσι έτρεξε τα 5000μ. του αγώνα προεπιλογής και κέρδισε! Στο τοπικό πρωτάθλημα τερμάτισε δεύτερος.
«Μετά ήρθε κάποιος και μου είπε για ένα καμπ στο οποίο μπορείς να προπονηθείς διεκδικώντας υποτροφία για τις ΗΠΑ. Έτσι βρήκα κάποιον να αναλάβει το μαγαζί μου και πήγα στο καμπ κάπου στο Καπσαμπέτ». Εκεί ο Μπίγουοτ πήρε μέρος σε δοκιμαστικό αγώνα και ήρθε πέμπτος. Όμως δεν τον έβαλαν μέσα στο καμπ παρά του είπαν να βρει κάπου να μείνει στην πόλη και εκείνοι θα παρακολουθούσαν την εξέλιξή του. Ο ίδιος δεν είχε χρήματα για να πιάσει σπίτι και έτσι έμεινε σε συγγενείς του 30χλμ. μακριά. Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει τότε. Χωρίς λεφτά στις τσέπες του ώστε να ταξιδεύει ως το καμπ κάθε πρωί, κατέληξε να προπονείται μόνος του δίχως να έχει ιδέα πώς πρέπει να τρέχει σωστά. Έτσι ήρθε η στιγμή που σκέφτηκε πως τελικά έπρεπε να γυρίσει στο μαγαζί του. «Αλλά όταν πήγα στο χωριό μου, το μαγαζί μου δεν υπήρχε πουθενά!», σημειώνει ο Μπίγουοτ. Ο άνδρας που τον είχε αφήσει στο πόδι του όλο αυτό το διάστημα, είχε πουλήσει τα πάντα και είχε εξαφανιστεί. Λογικά κάποιος θα περίμενε ο Μπίγουοτ να απελπιστεί. Εκείνος δεν το έκανε. Αντιθέτως το είδε ως σημάδι πως έπρεπε να επικεντρωθεί στο στίβο. «Είχα πίστη στο θεό. Πίστευα πως αυτό ήταν γραφτό να γίνει. Οπότε ξεκίνησα προπόνηση για άλλη μια φορά».

Η χαμένη ευκαιρία λόγω νέου τραυματισμού
Ο Μπίγουοτ μετακόμισε για να γίνει μέλος σε ένα άλλο γκρουπ αθλητών στο Ελντορέτ. Έμενε σε συγγενείς του και πουλούσε μικροπράγματα για να ζήσει. Είχε φτάσει στην ηλικία των 25. Μετά από έναν καλό αγώνα σε τοπικό πρωτάθλημα ανώμαλου δρόμου, τον προσέγγισε ένας αξιωματικός στρατού και τον πήρε για προπόνηση στο Ναϊρόμπι. Μετά από τρεις ημέρες διοργάνωσαν έναν δοκιμαστικό αγώνα. Εκεί συμμετείχαν αθλητές που είχαν παραστάσεις από το εξωτερικό, σε αντίθεση με τον Μπίγουοτ που δεν είχε καμία. Τερμάτισε όμως τέταρτος. Η πόρτα της στρατιωτικής ομάδας στίβου μόλις είχε ανοίξει διάπλατα για τον Κενυάτη. Δουλειά δε μπορούσαν να του προσφέρουν στο στρατό αλλά τουλάχιστον είχε ένα κρεβάτι να κοιμηθεί και φαγητό για να μην πεινάει. Προκειμένου να βγάζει χρήματα καθάριζε την πισίνα του κολυμβητηρίου. Έμενε σε σκηνή και έκανε προπόνηση με γκρουπ αθλητών ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν δρομείς που έτρεχαν στο εξωτερικό. Ο προπονητής του τον έβλεπε πως τα πήγαινε καλά και του ζήτησε να βγάλει διαβατήριο σε περίπτωση που χρειαστεί να τρέξει εκτός Κένυας. Επιτέλους τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν σε μία σειρά. Όλα είχαν βρει το δρόμο τους. Ο Μπίγουοτ θα γινόταν κανονικός δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Ώσπου το 1996 τραυματίζεται ξανά! «Για πρώτη μου φορά απογοητεύτηκα. Αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Δεν ήθελα να γίνω στρατιώτης, οπότε βρήκα μια δουλειά ως πωλητής λιπασμάτων». Στην περιοχή του δεν υπήρχαν πολλοί που ασχολούνταν με το τρέξιμο και όσους γνώριζε του έλεγαν να το ξεχάσει. Ο πατέρας του, μετά από πέντε έξι ποτήρια αλκοόλ, του υπενθύμιζε πως το τρέξιμο ήταν χάσιμο χρόνου. «Προπονείσαι τόσο σκληρά και δεν γίνεται τίποτα. Έπρεπε να μείνεις στο μαγαζί», θυμάται να του λέει ο πατέρας του. Μόνο η μάνα του ήταν που δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει στο ταλέντο του.

Τα ρεκόρ που του έδωσαν κίνητρο
Το 1997 χρειάστηκε να συμβούν δύο πράγματα για να τον παρακινήσουν να τρέξει ξανά. Το ένα ήταν το παγκόσμιο ρεκόρ του Πολ Τέργκατ στα 10.000μ. και το άλλο το παγκόσμιο ρεκόρ του Γουίλσον Μπόιτ Κίπκετερ στο στιπλ. «Ήταν αθλητές που τους γνώριζα. Είχα τρέξει μαζί τους και μπορούσα να ακολουθήσω το ρυθμό τους. Κατάλαβα τότε πως το ταλέντο μου ήταν αληθινό», Αυτή τη φορά δεν εγκατέλειψε τη δουλειά του, ωστόσο φόρεσε ξανά τα αθλητικά του και ξεκίνησε προπονήσεις. Στα τέλη του ίδιου έτους συνάντησε έναν φίλο του από το στρατιωτικό καμπ που τον ενημέρωσε πως ένας Ιταλός ατζέντης ονόματι Ντορ Ρόσα θα διοργανώσει δοκιμαστικό αγώνα κοντά στο χωριό του. Τριάντα άτομα στήθηκαν στη γραμμή εκκίνησης εκείνης της κούρσας. Ο Μπίγουοτ παρέμενε στο γκρουπ των πρωτοπόρων τη στιγμή που ένας ένας οι συναθλητές του ξέμεναν πίσω. «Περίπου στο 36ο χλμ. οι άλλοι αθλητές άρχιζαν να ανεβάζουν ρυθμό. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Στο τέλος πέντε από εμάς τερματίσαμε μαζί. Ο Ρόσα έπαθε πλάκα με την απόδοσή μου». «Έχεις τρέξει στο εξωτερικό», τον ρώτησε τότε. «Όχι», απάντησε ο Μπίλγουοτ. «Έχεις διαβατήριο», ήταν η επόμενη ερώτησή του. «Ναι», του αποκρίθηκε.
Οι άλλοι τέσσερις με τους οποίους είχε τερματίσει, πήγαν στον μαραθώνιο του Άμστερνταμ λίγους μήνες αργότερα, και ο ένας εξ αυτών τερμάτισε πρώτος. Ο Μπίγουοτ επρόκειτο να πάρει μέρος σε αγώνα στο Μεξικό αλλά λίγες εβδομάδες πριν αναχωρήσει από τη χώρα του, έπεσε σε αγώνα ανώμαλου δρόμου και τραυματίστηκε. «Γύρισα σπίτι μου. Μερικές φορές ο στίβος είναι σαν μια απότομη ανηφόρα που πρέπει να ανεβείς. Αλλά ήμουν χαρούμενος. Ήξερα πως αυτό ήταν το τελευταίο εμπόδιο. Είχε έρθει η ώρα μου», αναφέρει ο Μπίλγουοτ. Πράγματι, το 1998 ήταν η ώρα του. Ο Μπίγουοτ έτρεξε στον πρώτο του αγώνα στο εξωτερικό. Ήταν ο μαραθώνιος της Ρώμης. «Ήταν συναρπαστικό το ταξίδι με το αεροπλάνο. Έβλεπες τα φώτα στο έδαφος, έβλεπες πως σηκωνόταν το αεροπλάνο… Όλα ήταν πανέμορφα». Στον μαραθώνιο τερμάτισε πέμπτος και κέρδισε 6000 δολάρια – πολύ περισσότερο από το ετήσιο εισόδημα ενός Κενυάτη. Το πρώτο που ήθελε να κάνει ήταν να αγοράσει μια κάμερα. Με το που γύρισε στο χωριό έδωσε τα υπόλοιπα χρήματα για τα δίδακτρα των αδελφών του. Την επόμενη χρονιά έτρεξε στον μαραθώνιο του Μεξικό και νίκησε. Αυτή τη φορά έχτισε ένα σπίτι στους γονείς του. Τερμάτισε πρώτος και σε κάποιους άλλους αγώνες στο Μεξικό και μετά, το 2000, ήρθε η κλήση-έκπληξη για την Ολυμπιακή ομάδα της Κένυας. Θα επρόκειτο για τεράστιο επίτευγμα αν δεν άλλαζαν γνώμη την τελευταία στιγμή οι ομοσπονδιακοί προπονητές.
Καθώς ο Μπίγουοτ βρισκόταν στο μέσο μίας σοβαρής προετοιμασίας ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων, ο Ρόσα τον έστειλε σε έναν από τους μεγαλύτερους μαραθώνιους στον κόσμο, στο Βερολίνο, για να κάνει τον «λαγό». «Έκανα αυτό ακριβώς γιατί αυτός ήταν και ο λόγος που πληρώθηκα. Οδηγούσα την κούρσα μέχρι το 28ο χλμ. Μετά έκανα στην άκρη αλλά αντί να αποσυρθώ, κόλλησα στους τελευταίους του προπορευόμενου γκρουπ. Στο 31ο χλμ. οδηγούσα ξανά την κούρσα και δεν κοίταξα ποτέ πίσω». Λίγα χιλιόμετρα μετά ο Μπίγουοτ θα κέρδιζε τον αγώνα! Μία ιστορία που από μόνη της αξίζει άλλες τόσες γραμμές… Ο «λαγός» που νίκησε στον μαραθώνιο! Το αποτέλεσμα ήταν ο Μπίγουτ να κερδίσει μία θέση στην εθνική ομάδα της Κένυας για το παγκόσμιο πρωτάθλημα του 2001. Εκεί όπου στο τσακ δεν μπόρεσε να σημειώσει τη μεγαλύτερη νίκη της καριέρας του…

Οι απόψεις - editorial που δημοσιεύονται στο Sportsfeed απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του Sportsfeed το οποίο τηρεί πιστά τις αρχές της ελευθεροτυπίας: Η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης. Copyright © 2022 Sportsfeed.gr

*/