Μία νέα έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Ολυμπιακοί αγώνες του 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο είχαν θετική οικονομική επίδραση τόσο στην ίδια την πόλη, όσο και στη μητροπολιτική της περιοχή. Ανταποκρίνεται όμως αυτό στην πραγματικότητα;
του Παναγιώτη Βότση
[email protected]
Η έρευνα που διεξήχθη από το ινστιτούτο εφαρμοσμένων οικονομικών μελετών της Βραζιλίας βρήκε ότι το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της πόλης θα ήταν 7,5% χαμηλότερο την προ-Ολυμπιακή περίοδο (2012-2015), δηλαδή 875 λιγότερα ευρώ ανά άτομο ετησίως. Αντίστοιχα, στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή θα ήταν 5.1% χαμηλότερο, δηλαδή 449 ευρώ λιγότερα ανά άτομο, ετησίως. Θεωρείται ότι χωρίς τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η πόλη και η ευρύτερη περιοχή θα ζούσε τη μεγαλύτερη κρίση που έχει γνωρίσει η Βραζιλία και ότι η ανάληψη τους άμβλυνε τις δυνητικές αρνητικές συνέπειες. Η μελέτη, δηλαδή, επιχειρεί να αποδείξει ότι στο εθνικό μακροοικονομικό τοπίο της βαθιάς κρίσης, οι Αγώνες καθυστέρησαν και εξομάλυναν τα αποτελέσματα αυτής, όσον αφορά την πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Η τελευταία μελέτη έρχεται να επιβεβαιώσει τα συμπεράσματα δημοσκοπικής έρευνας του 2016 από το Κέντρο Κοινωνικής Πολιτικής του ιδρύματος Ζετούλιο Βάργκας, η οποία έδειξε ότι η βάση της κοινωνικής πυραμίδας της πόλης επωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη μεγάλη αύξηση στις θέσεις εργασίας κατά τη διάρκεια της προ-Ολυμπιακής περιόδου. Σε νούμερα, το εισόδημα του φτωχότερου 5% των κατοίκων της πόλης αυξήθηκε κατά 29.3% σε σχέση με την αύξηση κατά 19.96% του εισοδήματος του πλουσιότερου 5%. Επίσης, αναφέρεται ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας ήταν υπεύθυνη για το 82% της ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας. Άλλη μία μελέτη από το ινστιτούτο εφαρμοσμένων οικονομικών μελετών που δημοσιεύτηκε το 2017 ήδη είχε συνδέσει την προετοιμασία και παράδοση των έργων με την αυξανόμενη οικονομική δραστηριότητα. Το ποσοστό ανεργίας στο Ρίο έπεσε από 8.1% που ήταν στις αρχές του 2012 σε 4.2% στα μέσα του 2015, ενώ στο σύνολο της χώρας, ως συνέπεια της ύφεσης, ανέβηκε από 7.9% σε 8.3%.
Οι διοργανωτές έχουν καταβάλει μεγάλη προσπάθεια ώστε να μην κλονιστεί η κληρονομιά των Αγώνων, τονίζοντας τις θετικές συνέπειες όπως είναι η αναβάθμιση των υποδομών και οι βελτιώσεις στο δίκτυο δημόσιων μεταφορών, που, όπως ισχυρίζονται, βελτίωσε την καθημερινή ζωή 3 εκατομμυρίων κατοίκων.
Η άλλη όψη
Στον αντίποδα, μέσα στο 2018, ο πρώην δήμαρχος του Ρίο (2009-2017) και ένας από τους βασικούς ενορχηστρωτές των Ολυμπιακών Αγώνων, Εντουάρντο Πάες, αρνήθηκε την ύπαρξη εναπομεινάντων χρεών από τους Ολυμπιακούς και τους Παρολυμπιακούς, για τα οποία κατηγορήθηκε κατά την προεκλογική εκστρατεία για την ανάδειξη του επικεφαλής της πολιτείας στην οποία εντάσσεται το Ρίο. Όμως, αυτή η κατηγορία για κακοδιαχείριση, η οποία δημοσιεύτηκε και στα ΜΜΕ τον Αύγουστο, ήταν ίσως η αιτία της ήττας του από τον Γουίλσον Γουίτζελ τον περασμένο Οκτώβρη. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ υπάρχουν χρέη προς το εργατικό δυναμικό και τους προμηθευτές, πρόστιμα λόγω της μη τήρησης του χρονοδιαγράμματος υπογεγραμμένων συμβάσεων, περιπτώσεις διαφθοράς και βέβαια επιπρόσθετα ζητήματα σχετικά με την επιστροφή των εγκαταστάσεων στην τοπική κοινωνία.
Είναι απολύτως λογικό να δείχνουν τα νούμερα ανάπτυξη κατά την προ-Ολυμπιακή περίοδο και υπάρχουν σίγουρα θετικά και στη μετέπειτα εποχή, κυρίως στο κομμάτι των υποδομών. Παρόλα αυτά, η στόχευση της έρευνας μοιάζει υποκειμενική έως και προπαγανδιστική υπέρ της κληρονομιάς των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο και κρύβεται πίσω από τα νούμερα. Σε μία πολωμένη κοινωνία όπως αυτή της Βραζιλίας, είναι τουλάχιστον αστείο να συγκρίνεται η ποσοστιαία αύξηση του εισοδήματος του φτωχότερου και του πλουσιότερου 5% της κοινωνίας, όταν στη μία περίπτωση η τάξη μεγέθους είναι εκατοντάδες και στην άλλη είναι χιλιάδες ή και εκατομμύρια ρεάλ Βραζιλίας. Επίσης, σημαντικότερο αντικείμενο μελέτης αποτελεί η εποχή μετά τους Αγώνες και όχι το πριν, διότι υπάρχουν έντονες συζητήσεις περί οικονομικής φούσκας, κακοδιαχείρισης υποδομών και υπέρογκων χρεών γύρω από τους Ολυμπιακούς του Ρίο. Δυστυχώς, αυτή είναι μία διόλου ξένη πραγματικότητα, αφού ως ένα βαθμό έχει καταγραφθεί και στην ελληνική συνείδηση μετά το 2004.
Σε μακροσκοπική ανάλυση, η ανάληψη των Αγώνων φαίνεται να είναι περισσότερο ένα προδιαγεγραμμένο στοίχημα παρά ευκαιρία για τις χώρες του 3ου κόσμου, ή αλλιώς αναπτυσσόμενες χώρες. Με τις επόμενες δύο Ολυμπιάδες να έχουν ανατεθεί σε χώρες του G8, στο σύνολο το Ολυμπιακό κίνημα πρέπει να αντιληφθεί την ισχύ του και να διοχετεύσει τους διαθέσιμους πόρους προς το όφελος των μη εχόντων, όχι πλασματικά, αλλά ουσιαστικά. Σε διαφορετική περίπτωση, κινδυνεύει να απομακρυνθεί από το θεμέλιο λίθο της ύπαρξης του, την οικουμενικότητα.