Οι Έλληνες σπρίντερ ήταν καθοριστικοί στους Παραολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού και αυτό το απέδειξαν με το 2/2 στα μετάλλια. Το πρώτο κέρδισε η Λήδα Μανθοπούλου στα 100μ της κατηγορίας Τ38, η οποία στην ταχύτερη κούρσα της ιστορίας άρπαξε το αργυρό μετάλλιο, έχοντας ξεπεράσει τον εαυτό της για να τα καταφέρει.
Για να διεκδικήσει ένα μετάλλιο στα 100μ Τ38, η Λήδα Μανθοπούλου χρειαζόταν πρώτα να εξασφαλίσει την παρουσία της στον τελικό και για να το κάνει αυτό έπρεπε να περάσει από τα προκριματικά. Το πρωί της 31ης Αυγούστου, η 19χρονη αθλήτρια από την Λάρισα, έτρεξε στην πρώτη προκριματική σειρά. Με απόλυτη ψυχραιμία βγήκε στον αγωνιστικό χώρο και προσηλωμένη στον στόχο της περίμενε την εκκίνηση από τον κριτή. Η πιστολιά δόθηκε και η Μανθοπούλου τερμάτισε ταχύτερα από όλες στην σειρά της με χρόνο 12.53. Η επίδοση αυτή την έφερε στην τρίτη θέση της τελικής κατάταξης των προκριματικών και γρήγορες ήταν μόνο οι Κάρεν Τατιάνα Παλομέκε Μορένο (Κολομβία) και Σόφι Χαν (Βρετανία), οι δύο από τις βασικές της αντιπάλους. Ο απογευματινός τελικός ήταν μία εντελώς διαφορετική κούρσα. Της δόθηκε η διαδρομή Νο5 για να αγωνιστεί, ακριβώς δίπλα στην Μορένο και ακριβώς στην απέναντι μεριά των 100μ, λίγο πιο αριστερά από την γραμμή του τερματισμού, βρισκόταν η προπονήτριά της Βίκη Μπεκιάρη μαζί με την μητέρα της, τον παππού της και άλλα μέλη της ελληνικής αποστολής. Στο Σταντ ντε Φρανς έπεσε σιγή λίγο πριν ο αφέτης δώσει την εκκίνηση και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το κοινό ξεσηκώθηκε, αφού οι σπρίντερ είχαν ξεκινήσει τον αγώνα τους. Η Μορένο ήταν συγκλονιστική με το νέο παγκόσμιο ρεκόρ με 12.26, αλλά τα ελληνικά βλέμματα είχαν καρφωθεί στην Μανθοπούλου. Η νεαρή αθλήτρια πανηγύριζε το αργυρό μετάλλιο στην αγκαλιά της οικογένειάς που είχε ταξιδέψει στο Παρίσι για να την δει να καταρρίπτει από κοντά το ατομικό της ρεκόρ με 12.49 και να ανεβαίνει στο δεύτερο σκαλί του βάθρου. Οι λέξεις δεν μπορούσαν να περιγράψουν όσα ένιωθε εκείνη την στιγμή, αλλά η εικόνα του προσώπου της να έλεγε όλα από μόνη της. Χαρά και συγκίνηση. «Ακούγεται πολύ όμορφος ο τίτλος της αργυρής Παραολυμπιονίκη, έχει μια γλύκα. Όταν ήμουν μικρή σκεφτόμουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και ότι κάποια στιγμή μπορεί να συμμετέχω, όπως όλα τα παιδιά. Όμως οι Παραολυμπιακοί Αγώνες δεν μου είχαν περάσει ποτέ από το μυαλό. Μόνο τους τελευταίους τρεις – τέσσερις μήνες. Όταν είδα ότι ήμουν δεύτερη και πολύ κοντά στην Κολομβιανή ένιωσα πολύ όμορφα και είπα στον εαυτό μου ότι τα καταφέραμε. Μου άρεσε πολύ που είχα τους δικούς μου ανθρώπους στην κερκίδα και μου άρεσε ιδιαίτερα που είχαν μεγάλη σημαία. Νομίζω είχαμε την πιο μεγάλη σημαία από όλο το στάδιο. Το χάρηκα και νομίζω ότι το χάρηκαν και εκείνοι. Ήταν πολύ ωραία που μπόρεσα να τους αγκαλιάσω μετά τον τερματισμό».